τετράπους

τετράπους
τετράπους, ουν (cp. τετράποδος) gen. -ποδος ‘four-footed’ (Hdt. et al.; ins, pap) in our lit. only subst. τὰ τετράποδα four-footed animals, quadrupeds (Thu. 2, 50, 1; PHib 95, 8 [256 B.C.]; PStras 5, 15; LXX; TestSol; ApcEsdr 3:11 p. 27, 22 Tdf.; ApcSed; SibOr 3, 692; Philo, Gig. 31; Jos., Ant. 4, 70; Just., A I, 43, 8; Tat. 9, 1) always w. πετεινά and ἑρπετά Ac 10:12; Ro 1:23.—Ac 11:6 adds θηρία.—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τετράπους — ουν, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. τέτραπος και κρητ. τ. τετράπος, ον, Α 1. αυτός που έχει τέσσερα πόδια, τετράποδος 2. αυτός που έχει μήκος ή έκταση τεσσάρων ποδών («ὧν ἕκαστον ἴσον τούτῳ ἐστὶ τῷ τετράποδι», Πλάτ.) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετράπουν ζώο… …   Dictionary of Greek

  • τετράπους — τέτραπος masc/fem acc pl τετράπους four footed masc/fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραπόδεσσι — τετράπους four footed masc/fem/neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραπόδεσσιν — τετράπους four footed masc/fem/neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράποδας — τετράπους four footed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράποδες — τετράπους four footed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράποδι — τετράπους four footed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράπος — τετράπους four footed masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράποσι — τετράπους four footed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράποσιν — τετράπους four footed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράπουν — τετράπους four footed masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”